μήτε — and not indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτε — ούτε: Μήτε είδα μήτε άκουσα κάτι από όσα έγιναν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μήτε δίκην δικάσῃς, πρὶν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς. — μήτε δίκην δικάσῃς, πρὶν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς. См. Не спеши карать, спеши выслушать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μήτε νεῖν, μήτε γράμματα ἐπίσταται. — См. Аза в глаза не смыслит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μήτε μέλι, μήτε μελίσσας. — См. Не раздавивши пчел, меду не съешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος — μήτε ὧτα μήτ’ ἐγκέφαλον ἔχων. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μήθ' — μήτε , μήτε and not indeclform (particle) μήτι , μήτις do I indeclform (adverb) μήτι , μήτις do I nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτ' — μήτε , μήτε and not indeclform (particle) μήτι , μήτις do I indeclform (adverb) μήτι , μήτις do I nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ни — (> 7000) I. Част. 1.Усилит. в отрицат. конструкции, для выражения полного отрицания, не допускающего исключения. Ни, даже и: Паче же блюди словесъ ѥго [Бога] не дажь ни ѥдиномѹ словеси ѥго пасти на земли. Изб 1076, 15; да ни ѥдинъ же ѿ мьнихъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek